διαιτητεύω

διαιτητεύω
1) rozsądzać czas.
2) rozstrzygać czas.

Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλοδιακρίνω — (Μ) κρίνω δίκαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + δια κρίνω «κρίνω, διαιτητεύω»] …   Dictionary of Greek

  • συνδιαιτητεύω — Ν [συνδιαιτητής] διαιτητεύω από κοινού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”